- ἐπιποίησις
- ἐπιποίησιςproductionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιποίησις — ἐπιποίησις, ἡ (AM) [επιποιώ] 1. προσθήκη 2. διασκευή, συμπλήρωση, διαμόρφωση … Dictionary of Greek
ἐπιποίησιν — ἐπιποίησις production fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιποιήσεως — ἐπιποιήσεω̆ς , ἐπιποίησις production fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)